- ανάλωμα
- το уст. расход, трата;
ιδίοις ανάλώμασι — на собственный счёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδίοις ανάλώμασι — на собственный счёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάλωμα — expense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλωμα — το (Α ἀνάλωμα και ἀνήλωμα) δαπάνη, έξοδο αρχ. 1. ζημιά, βλάβη, απώλεια 2. αναθυμίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. Το η τής ρηματ. αυξήσεως τού ἀναλίσκω (ἀνήλωσα κ. τ. ό), επεκτάθηκε καταχρηστικά και σε άλλους τύπους, ακόμη και ουσιαστικά, όπως ο… … Dictionary of Greek
Πολυτελές ἀνάλωμα εἶναι τὸν χρόνον. — πολυτελές ἀνάλωμα εἶναι τὸν χρόνον. См. Время деньги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τἀνάλωμα — ἀνάλωμα , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλωμάτων — ἀνάλωμα expense neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλώμασι — ἀνάλωμα expense neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλώμασιν — ἀνάλωμα expense neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλώματα — ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλώματι — ἀνάλωμα expense neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλώματος — ἀνάλωμα expense neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναλώμαθ' — ἀναλώματα , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl ἀναλώματι , ἀνάλωμα expense neut dat sg ἀναλώματε , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)